- μάδιση
- η (Α μάδισις) [μαδίζω]μάδηση, πτώση ή αφαίρεση τριχών, φτερών ή φύλλωναρχ.είδος νόσου τών ριζών τών δένδρων, αλλ. λοπάς.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μαδίσῃ — μαδίσηι , μάδισις fem dat sg (epic) μαδίζω pluck aor subj mid 2nd sg μαδίζω pluck aor subj act 3rd sg μαδίζω pluck fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μάδηση — και μάδιση, η (AM μάδησις, Α και μάδισις) [μαδώ] το μάδημα, η πτώση ή αφαίρεση τών τριχών, η φαλάκρωση. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. μάδηση < μαδώ, ενώ ο τ. μάδιση < μαδίζω] … Dictionary of Greek